Posted on

Βγαίνει απ’ το ξύλινο αγροτικό σπίτι να αγναντέψει. Παντού ολόγυρά της δάσος, ως εκεί που φτάνει το μάτι, να τους κυκλώνει. Πυκνές συστάδες από έλατα καλύπτουν μεγάλο μέρος του λόφου που ορθώνεται μπροστά της. Απ’ την πίσω του μεριά ακριβώς, είναι και το ποτάμι. Θα το επισκεφθεί σίγουρα μία από τις επόμενες μέρες, όχι όμως σήμερα. Σήμερα μίκρυνε λίγο ακόμα.

Σ’ αυτό το μέρος είναι μόνο οι δυο τους και κανείς άλλος, ο εαυτός της και εκείνος, με όλη την αγάπη που του ‘χει απ’ τα χρόνια που είναι μαζί. Οικειότητα, αυτό βλέπει όταν τον κοιτάζει. Δεν επιτυγχάνεται απ’ τη μια μέρα στην άλλη αυτό. Έχει συνηθίσει το βλέμμα, τη φωνή, τα λόγια που βγαίνουν απ’ το στόμα του συντρόφου της. Είναι σίγουρη ότι την αγαπάει κι εκείνος, σύμφωνοι, έχει απλοϊκούς, ενστικτώδεις τρόπους να το αποδεικνύει, ωστόσο το βλέπει, το νιώθει. Ναρκώνεται μέσα στην ασφάλεια αυτής της σκέψης, καθώς την αγκαλιάζει. Μικραίνει τώρα μια σταλιά περισσότερο από πριν.

Τσεκάρει το κινητό, ακόμη μια φορά. Σκρολάρει στα social, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ένα like εδώ, κάποια νέα stories στο Instagram, μερικά trends στο TikTok. Τίποτα ξεχωριστό ή αξιοπρόσεκτο που να ξεχωρίζει το χθες ή το προχθές απ’ το σήμερα. Ρουτίνα και ουδετερότητα, μέσα σε ένα σύμπαν ακραίας αυτοαναφορικότητας του κάθε χρήστη. Ένα feed σε κατακλυσμό από φωτογραφίες και reels γύρω από ταξίδια, τσούγκρισμα ποτηριών σε ρομαντικά δείπνα, cocktails σε clubs και ξεβίδωμα στον χορό, δημόσιες -προσωποποιημένες ή από ληγμένη κονσέρβα- ερωτικές εξομολογήσεις, βόλτες με τον σκύλο, με τη γάτα, με το μωρό, απλές καθημερινές στιγμές όπως περπάτημα στην παραλία ή στον διάδρομο του super market, όλα όσα νοούνται ως εμπειρίες αξίας στον online κόσμο επειδή συγκεντρώνουν τα περισσότερα likes/ reactions/ σχόλια. Όλοι ουρλιάζουν για λίγη προσοχή, λίγη προβολή, λίγη κερδισμένη αξία στο τωρινό post η οποία εύκολα χάνεται στο επόμενο, απλώς επειδή ο αλγόριθμος προωθεί πάντα τα πιο δημοφιλή (τηρουμένων των αναλογιών σε ακολούθους για κάθε προφίλ) και ανανεώνεται ασταμάτητα, μακριά από κάθε μορφής συναισθηματισμό, στο διηνεκές. Όταν τυχαία τσεκάρει το ρολόι, παρατηρεί ότι πέρασε μισή ώρα έτσι, χωρίς να το καταλάβει. Μίκρυνε λίγο ακόμα μόλις.

Ξημερώνει μέρα όμορφη, ηλιόλουστη. Κοιτάζει προς το δάσος, τον λόφο αμέσως μετά. Του προτείνει να ανεβούν. Εκείνος το σκέφτεται λίγο. Την αποτρέπει, με την αιτιολογία ότι έχει συννεφιά στα δυτικά, φυσάει αέρας από εκεί, θα τα φέρει στο μέρος τους τα σύννεφα σε λίγες ώρες. Στέκεται να κοιτάζει προς τα εκεί. Έχει μάθει να εμπιστεύεται την κρίση των ανθρώπων που αγαπά, θέλει κόπο να φέρει αντίλογο. Δεν φαίνεται πολύ λογικό το συμπέρασμά του, τα σύννεφα μοιάζουν να απομακρύνονται ήδη. Της έφυγε η διάθεση όμως. Νιώθει να μίκρυνε λίγο ακόμα.

Οι μέρες περνούν ήσυχα. Το τοπίο συνεχίζει να είναι πανέμορφο, όπως την πρώτη μέρα που ήρθαν. Θα ‘ναι σίγουρα 2 χρόνια ήδη εδώ, μπορεί και παραπάνω. Δεν έχει σημασία αυτό. Απλώς λαχταράει να ανέβει τον λόφο και να δει το ποτάμι που υπάρχει από πίσω. Έχει μικρύνει αρκετά απ’ την τελευταία φορά που του το πρότεινε, παρόλα αυτά σήμερα είναι εντελώς καλοκαιρινή μέρα, αν και φθινόπωρο, και δεν υπάρχει δικαιολογία για να της χαλάσει το χατίρι. Εκείνος προφασίζεται το πικ νικ που της είχε υποσχεθεί στο ξέφωτο του δάσους, σίγουρα είναι πιο όμορφα εκεί, άλλωστε η ανάβαση στον λόφο θα την κουράσει και θα δυσκολεύει το βήμα της ανάμεσα στις πέτρες, τώρα που τα πόδια της είναι μικρότερα από πριν. Υποχωρεί μπροστά στα επιχειρήματα αυτά. Το λέει σίγουρα για το καλό της, από αγάπη, δεν υπάρχει αμφιβολία. Κι όμως, εκείνη μικραίνει ακόμα λίγο.

Ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα, τρυπάει τη γαλήνη της ένα ερώτημα: «υπάρχει άραγε τέλος στο πόσο μπορώ ακόμα να μικραίνω;». Ανεβαίνει τώρα πια πάνω στο τραπέζι όταν τρώνε, γιατί τα πόδια της δεν φτάνουν μέχρι την καρέκλα. Της έφτιαξε πιο μικρό πιάτο, μαχαιροπίρουνα, ποτήρι. Πλησίασε από μία καρέκλα στην κουζίνα, στον νεροχύτη, στη λεκάνη, για να τη διευκολύνει να τα χρησιμοποιεί όπως και πριν. Εκείνος δεν δείχνει να ενοχλείται απ’ τη μεταβολή στο μέγεθός της. Παρόλα αυτά, υπάρχουν στιγμές που την κατακλύζει μια ακαθόριστη θλίψη. Δεν τολμάει να το μοιραστεί μαζί του, δεν θα ήθελε να τον στενοχωρήσει.

Το εσωτερικεύει και αναλαμβάνει το χρέος να είναι το φορτίο που θα μεταφέρει μαζί της. Έχει μικρύνει πολύ, όμως, πια. Ο λόφος έχει απομακρυνθεί πολύ για τα πόδια της. Το ίδιο το σπίτι φαντάζει πλέον δαιδαλώδες, για να μετακινηθεί από δωμάτιο σε δωμάτιο. Η παραμικρή εργασία απαιτεί πολλαπλάσιο κόπο για να ολοκληρωθεί. Ακόμα και το δάσος, αν και το ίδιο πανέμορφο με πάντα, υπάρχουν στιγμές που τη φοβίζει. Κλείνει τα μάτια καθώς παρατηρεί το σώμα της να μικραίνει λίγο ακόμα. Ξαπλώνει στο χώμα. Ανοίγει τα μάτια και στρέφει το βλέμμα προς τον λόφο. Αισθάνεται να ακούει τις δονήσεις απ’ τα νερά του ποταμού να κυλούν. Αφήνεται.

Σχολιάστε