Posted on

Στέκομαι σε μια στενή λωρίδα γης. Μετά βίας θα μπορούσε να χωρέσει και τους δυο μας. Περιβάλλεται από θαλασσινό νερό, νομίζω. Μπορεί και να είναι αέριο, δεν έχω ιδέα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτός θα μπορούσε να είναι ο λόγος που σε βλέπω μόνιμα θολή, σβησμένη.

Ολόκληρη η φιγούρα σου είναι ένα ακανόνιστο πλαίσιο και αν με ρωτούσες, δεν θα ήξερα ούτε να σου απαντήσω γιατί πιστεύω ότι είσαι εσύ. Σε κάθε περίπτωση, δεν ακούγεται κάποιος ήχος απ’ το στόμα σου ή από οπουδήποτε θα μπορούσες να τον παράξεις με κάποιον τρόπο.

Αυτό το μέρος είναι σαν παύση. Δεν υπάρχει κανενός είδους κίνηση, ούτε διαύγεια οπτική. Στεκόμαστε ο ένας κολλητά δίπλα στον άλλο, σχεδόν ακουμπούν οι αγκώνες μας ή έστω ό,τι θα μπορούσε λογικά να βρίσκεται στο ύψος τους. Άγνωστοι, αγνώριστοι, ασαφείς. Μοιάζει να έχουμε τοποθετηθεί εδώ ασυνείδητα, με τρόπο αυτόματο.

Όλο αυτό το διάστημα υπάρχω μόνο μέσα στο κεφάλι μου. Κάνω συνεχώς τη σκέψη ότι, αν μπορούσα να δω ή να νιώσω πού είναι το χέρι μου, θα μπορούσα απλώς να το απλώσω και να αγγίξω το δικό σου. Ίσως ακόμη και να ξεκαθάριζε η εικόνα σου μ’ αυτόν τον τρόπο! Ωστόσο, αυτό είναι ένα λογικό άλμα και κανένα απ’ τα δεδομένα που έχω καταφέρει να συγκεντρώσω όλο αυτό το διάστημα δεν συμφωνεί μαζί του.

Δραπετεύω από μέσα μου, αφήνω εκείνον τον εαυτό εκεί να στέκει, να περιμένει. Δεν είναι μέρος αυτό για εμάς. Μπορεί και κανένα να μην είναι, αυτό εξυπακούεται. Μα δεν μπορώ να δημιουργήσω τίποτα σε παύση, πρέπει να τεθώ σε κίνηση. Δεν έχω εναλλακτική.

Σχολιάστε